- αποστάτης
- Το άτομο που συμμετέχει στην αποστασία. Αυτός που αποχωρεί από μια ομάδα με κοινούς στόχους. Οι λέξεις αποστασία και α. χρησιμοποιήθηκαν τον Ιούλιο του 1965 για να χαρακτηρίσουν τη σταδιακή αποχώρηση ομάδων βουλευτών της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ) και τη δημιουργία κυβέρνησης με την υποστήριξη του αντίπαλου κόμματος και του βασιλιά (η κίνηση είναι γνωστή και ως Ιουλιανά). Τον Ιούλιο του 1965 ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος αρνήθηκε να υπογράψει διάταγμα με το οποίο θα αναλάμβανε το υπουργείο Εθνικής Αμύνης ο ίδιος ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου. Στις 14 Ιουλίου ο Γ. Παπανδρέου πληροφόρησε τον βασιλιά ότι την επομένη θα υπέβαλε την παραίτησή του. Στις 15 Ιουλίου ο βασιλιάς –πριν υποβληθεί γραπτώς η παραίτηση– διόρισε νέο πρωθυπουργό τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα. Η νέα κυβέρνηση έπρεπε να πάρει 151 ψήφους, αλλά διέθετε μόνο 25, όσοι και οι υπουργοί της που είχαν αποχωρήσει από την EK. H EPE προσέφερε τους 99 δικούς της βουλευτές, το ίδιο και ο Σπ. Μαρκεζίνης (7 βουλευτές). H κυβέρνηση συγκέντρωσε μόνο 131 ψήφους. Η νέα προσπάθεια υπό τον Ηλία Τσιριμώκο επίσης δεν κατάφερε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, αφού συγκέντρωσε μόνο 135 ψήφους. Η τρίτη προσπάθεια από τον Στ. Στεφανόπουλο πέτυχε, μετά την αποχώρηση από την EK και άλλων 7 βουλευτών. H αποχώρηση βουλευτών από την Ένωση Κέντρου –η οποία συνοδευόταν και από καταγγελίες για εκβιασμούς, χρηματισμούς κλπ.– είναι γνωστή ως αποστασία και Ιουλιανό πραξικόπημα,και οι αποχωρήσαντες βουλευτές ονομάστηκαν α.
Διαδηλωτές κατά τα «Ιουλιανά» του 1965 εκφράζουν την υποστήριξή τους στον Γεώργιο Παπανδρέου και καταγγέλουν τους «αποστάτες» βουλευτές της Ένωσης Κέντρου» (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
* * *ο (θηλ. -τρια κ. -τισσα, η) (ΑΜ ἀποστάτης, θηλ. -τις, η)1. στασιαστής, επαναστάτης2. αρνησίθρησκος, εξωμότηςμσν.- νεοελλ.ο απείθαρχοςνεοελλ.1. (για ιερείς) αυτός που απέβαλε το ιερατικό σχήμα εκούσια2. (για πολιτικούς) αυτός που εγκατέλειψε ένα πολιτικό κόμμα για να ενταχθεί σε άλλοαρχ.δούλος που ξέφυγε από τον κύριό του, δραπέτης.
Dictionary of Greek. 2013.